σύμφωνος

σύμφωνος
-η, -ο / σύμφωνος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α
1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός
2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.)
3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον, ομόφωνος («μείναμε σύμφωνοι ως προς την τιμή»)
4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφωνο
α) συμφωνία, σύμβαση («σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῑς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως», πάπ.)
β) το έγγραφο τής σύμβασης («υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας»)
γ) γραμμ. καθένα από τις δύο βασικές κατηγορίες φθόγγων-ήχων που έχουν οι ανθρώπινες γλώσσες και οι οποίοι παράγονται, αφού δημιουργηθεί στη φωνητική δίοδο ολικός ή μερικός φραγμός που παρεμποδίζει την ελεύθερη διέλευση τού εκπνεόμενου αέρα
νεοελλ.
φρ. α) «σύμφωνο φως»
φυσ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένη σχέση ανάμεσα στα φωτεινά κύματα από τα οποία αποτελείται μια δέσμη φωτός, σχέση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι όμιλοι φωτεινών κυμάτων βρίσκονται εν φάσει, δηλαδή πάλλονται από κοινού
β) «παλμικά σύμφωνα»
γλωσσ. βλ. παλμικός
γ) «οδοντικά σύμφωνα»
γλωσσ. βλ. οδοντικός
δ) «δασέα σύμφωνα»
(στην αρχ. ελλ.) γλωσσ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα φ, χ, θ, η εκφώνηση τών οποίων συνοδεύεται από δασύ πνεύμα, δηλαδή από συνεκβολή ποσότητας αέρα
ε) «διαρκή σύμφωνα»
γλωσσ. (στη νεοελλ.) οι συμφωνικοί φθόγγοι φ, θ, χ, β, δ, γ, σ, ζ, μ, ν, λ, ρ, που κατά την παραγωγή τους απαιτείται όχι τέλειος φραγμός αλλά στενό και τών οποίων η διάρκεια εκφώνησης μπορεί να παραταθεί ωσότου εξαντληθεί ο εκπνεόμενος αέρας
στ) «σύμφωνα αρμονικά διαστήματα»
μουσ. τα αρμονικά διαστήματα που ηχούν στο αφτί με έναν τρόπο ευχάριστο, λόγω τού ότι ο οξύτερος φθόγγος ενός τέτοιου διαστήματος εμπεριέχεται ήδη στους παράγωγους αρμονικούς τού χαμηλότερου
αρχ.
1. αυτός που από τη φύση αρμόζει σε κάποιον ή σε κάτι («ξύμφωνος γήραϊ αἱμορραγίη», Αρετ.)
2. αποδεκτός, παραδεκτός
3. φιλικός
4. αυτός που έχει την ίδια προφορά με κάποιον άλλον
5. είδος φαρμάκου για την ανακούφιση από τον βήχα
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ σύμφωνος
ποικιλία τού φυτού υοσκύαμος
7. το ουδ. ως ουσ. α) μουσ. αρμονία
β) αρμονική τάξη
8. φρ. α) «σύμφωνον γίγνεταί τισι περί τινος» — συμφωνούν κάποιοι για κάτι
β) «σύμφωνόν ἐστι τινι πρός τινα» — συμφωνεί κάποιος με κάποιον άλλον (Πολ.).
επίρρ...
συμφώνως ΝΜΑ, και σύμφωνα Ν
σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάτι (α. «σύμφωνα με τα λεγόμενά του» β. «συμφώνως τοῑς φαινομένοις», Επίκ.)
αρχ.
μουσ. με μία φωνή, ομοφώνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. παρά-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύμφωνος — agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει τις ίδιες απόψεις, την ίδια γνώμη με κάποιον: Η απόφασή σου με βρίσκει σύμφωνο. 2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι: Δεν είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του αυτές οι πράξεις. – Ενεργεί σύμφωνα με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνότερον — σύμφωνος agreeing in sound adverbial comp σύμφωνος agreeing in sound masc acc comp sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφωνος — σύμφωνος , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτέρων — σύμφωνος agreeing in sound fem gen comp pl σύμφωνος agreeing in sound masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατα — σύμφωνος agreeing in sound adverbial superl σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατον — σύμφωνος agreeing in sound masc acc superl sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνως — σύμφωνος agreeing in sound adverbial σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνον — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτάτη — σύμφωνος agreeing in sound fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”